- κύαμος
- κύαμοςbeanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek
κυάμω — κύαμος bean masc nom/voc/acc dual κύαμος bean masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάμοιο — κύαμος bean masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάμοις — κύαμος bean masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάμοισι — κύαμος bean masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάμου — κύαμος bean masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάμους — κύαμος bean masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάμων — κύαμος bean masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάμῳ — κύαμος bean masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύαμοι — κύαμος bean masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)